
Courts are often called upon to determine which party should be given priority when the parties have conflicting rights. In such cases, the principle of “Qui Prior Est Tempore Potior Est Jure” may be applied depending on the circumstances.
This principle is based on the doctrine of natural justice that no one can transfer a right they do not possess. Its literal translation is “he who is earlier in time is stronger in law”. It dictates that when competing rights are created in favor of two persons—natural or legal—at different times, the one who has the chronological advantage should also have the advantage in law.
In common law, this is known as the “Doctrine of Priority”, and in some cases, it is incorporated into legislation—for example, Section 48 of the Transfer of Property Act, 1882.
Conditions for the Application of the Principle:
- The owner transfers rights over the same property to different transferees,
- At different times, and
- The rights transferred cannot coexist.
The above, of course, presumes that there is no agreement binding the earlier transferee concerning the second transfer of rights.
A typical example is a situation where someone takes a loan, mortgaging their property to a lender, and later sells the property to a bona fide third party.
Applying the principle, we see that two agreements exist regarding the same property at different times, and the rights of the bank and the buyer cannot coexist. In case of default on the loan, the buyer would not acquire full ownership of the property and may even lose possession, as the mortgage predates the registration of the sale agreement and thus has executional precedence.
In the case of Durai Swams Reddi v. Angappa Redd (1945), the Court ruled that the first transferee had the right to execute the agreement, even though it was registered later than the date it was signed. Moreover, the fact that the subsequent purchaser entered into the agreement in good faith, unaware of the prior transaction, was not sufficient to establish rights over the property. It was further emphasized that the first party’s priority would only be set aside if fraud, estoppel, or gross negligence could be proven.
In Chouth Mal v. Hira Lal (1950), a sale agreement dated January 17, 1932 was registered on May 5, 1932, while on February 20, 1932, the property was burdened with a mortgage. The Court ruled that the mortgage had precedence, precisely because its registration occurred earlier than that of the sale agreement.
Recognizing superiority based solely on the agreement’s signing date would be risky, as the rightful owner could become a victim of delayed and possibly fraudulent agreements by third parties.
It is also well established in case law that only a registered sale agreement creates proprietary rights in favor of the buyer.
The Sale of Immovable Property (Specific Performance) Law of 2011 introduced provisions to enhance and upgrade the protection of the buyer, provided that the sale agreement is filed with the Land Registry. One of the most important protective innovations of this legislation is the ability to register the property in the buyer’s name, even when a prior mortgage exists.
Specifically, when the property is mortgaged, the buyer may pay the purchase price directly to the mortgagee instead of the seller. Once the portion of the mortgage debt corresponding to the purchased property is paid, the Court may issue an order for specific performance, directing the registration of the property in the buyer’s name.
Final Note:
Filing a sale agreement with the Land Registry is not mandatory. That is, while specific performance cannot be sought for an unregistered agreement, the agreement itself still produces legal effects.
However, the above highlights the importance of researching the legal status of the property of interest to the prospective buyer and the need for prompt registration of sale agreements, especially when the transfer will occur after the payment of a substantial sum.
This article is for informational purposes only and should not be considered legal advice.
Panayiotis G. Kyprianou
Lawyer
Η αρχή «Qui Prior Est Tempere Potior Est Jure» και η ανάγκη για άμεση καταχώρηση πωλητήριων εγγράφων.
Τα Δικαστήρια πολλές φορές καλούνται να προσδιορίσουν σε ποιο διάδικο θα πρέπει να αναγνωρίσουν προτεραιότητα όταν τα μέρη έχουν αντικρουόμενα δικαιώματα. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ανάλογα με τη περίπτωση η αρχή «Qui Prior Est Tempere Potior Est Jure».
Η αρχή «Qui Prior Est Tempere Potior Est Jure» βασίζεται στο δόγμα φυσικής δικαιοσύνης ότι κανένας δεν μπορεί να μεταβιβάσει δικαίωμα που δεν έχει. Η γραμματική της ερμηνεία ορίζει ότι αυτός που προηγείται χρονικά προηγείται και νομικά (he who is earlier in time is stronger in law). Επιτάσσει ότι εάν δημιουργηθούν ανταγωνιστικά δικαιώματα υπέρ δύο προσώπων, φυσικών ή νομικών σε διαφορετικό χρόνο, αυτός που έχει το χρονικό πλεονέκτημα θα πρέπει να έχει και το πλεονέκτημα του νόμου.
Στο κοινοδίκαιο θα συναντήσει κανείς την αρχή αυτή ως «Δόγμα Προτεραιότητας» (Doctrine of priority) και σε κάποιες περιπτώσεις ενσωματώνεται και σε νομοθετήματα. Παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 48 του νόμου περί μεταβιβάσεως ιδιοκτησίας του 1882. (Transfer of property act, 1882)
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής έχουν ως εξής:
- O ιδιοκτήτης μεταβιβάζει δικαιώματα του ιδίου ακινήτου σε διαφορετικούς εκδοχείς
- Σε διαφορετικό χρόνο και
- Τα δικαιώματα που μεταβιβάζονται δεν μπορούν να συνυπάρχουν
Τα πιο πάνω βέβαια, υπό τη προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει συμφωνία που να δεσμεύει τον προηγούμενο εκδοχέα σε σχέση με την δεύτερη εκχώρηση δικαιωμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία κάποιος λαμβάνει δάνειο, υποθηκεύοντας το ακίνητο του προς όφελος του ενυπόθηκου δανειστή και ακολούθως ο ιδιοκτήτης πωλεί το ακίνητο σε καλόπιστο τρίτο. Θέτοντας σε εφαρμογή την αρχή βλέπουμε ότι έχουν συναφθεί δύο συμφωνίες για το ίδιο ακίνητο σε διαφορετικό χρόνο και τα δικαιώματα του τραπεζικού ιδρύματος και του καλόπιστου αγοραστή δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να συνυπάρχουν. Σε περίπτωση αθέτησης του όρου αποπληρωμής, ο καλόπιστος αγοραστής δεν θα αποκτήσει την υψηλή κυριότητα του ακινήτου, ενώ ενδεχομένως να απωλέσει και τη κατοχή αφού η υποθήκη προηγείται χρονικά της κατάθεσης του πωλητήριου εγγράφου και άρα προηγείται και σε εκτέλεση.
Στην υπόθεση Durai swams Reddi v. Angappa Redd (1945) το Δικαστήριο έκρινε ότι ο πρώτος εκδοχέας είχε το δικαίωμα να εκτελέσει τη συμφωνία του παρόλο που το έγγραφο/συμφωνία είχε καταχωρηθεί αργότερα σε σχέση με την ημερομηνία υπογραφής. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο μεταγενέστερος αγοραστής επεισήλθε στη συμφωνία καλόπιστα, αγνοώντας την ύπαρξη της πρώτης δικαιοπραξίας δεν ήταν αρκετό για να του αναγνωριστούν δικαιώματα επί του ακινήτου. Περαιτέρω τονίστηκε ότι η προτεραιότητα του πρώτου δεν θα ίσχυε μόνο εάν αποδεικνύονταν τέτοια γεγονότα που να αποτελούν απάτη ή κώλημα (estoppel) ή βαριά αμέλεια (gross negligence).
Στην υπόθεση Chouth Mal v. Hira Lal (1950), την 5η Μαΐου 1932 καταχωρήθηκε συμφωνία πώλησης ακινήτου προς όφελος του εναγόμενου η οποία υπογράφηκε την 17η Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Την 20η Φεβρουαρίου του 1932 το ακίνητο δεσμεύτηκε με το εμπράγματο βάρος της υποθήκης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτέλεση της υποθήκης προηγείτο γιατί ακριβώς η καταχώρηση της προηγείτο χρονικά έναντι του πωλητηρίου.
Θα ήταν άλλωστε άκρως επικίνδυνο να αναγνωριζόταν υπεροχή μιας συμφωνίας ανάλογα με την ημερομηνία σύναψης της αφού ο πραγματικός δικαιούχος θα καθίστατο έρμαιο της σύναψης μιας άλλης ετεροχρονισμένης και δόλιας συμφωνίας των λοιπών μερών. Εξάλλου είναι καλά νομολογημένο ότι μόνο το καταχωρημένο πωλητήριο παράγει εμπράγματο δικαίωμα στον αγοραστή.
Ο περί πώλησης ακινήτων (ειδική εκτέλεση) νόμος του 2011, εισήγαγε πρόνοιες για ενίσχυση και αναβάθμιση της προστασίας του αγοραστή, νοουμένου ότι αυτός καταθέτει τη σύμβαση πώλησης στο κτηματολόγιο. Μια από τις πιο σημαντικές καινοτόμες προστατευτικές πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας είναι η δυνατότητα εγγραφής του ακινήτου στο όνομα του αγοραστή, παρά την ύπαρξη προγενέστερης υποθήκης. Ειδικότερα, όταν το αντικείμενο της πώλησης είναι υποθηκευμένο, ο αγοραστής δύναται να καταβάλει το τίμημα πώλησης απευθείας στον ενυπόθηκο δανειστή αντί στον πωλητή και άπαξ καταβληθεί το μέρος του ενυπόθηκου χρέους που αναλογεί στην ιδιοκτησία που έχει αγοράσει, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα «ειδικής εκτέλεσης» που να διατάσσει την εγγραφή του ακινήτου στο όνομα του αγοραστή.
Καταληκτικά, να αναφέρουμε ότι η καταχώρηση ενός πωλητήριου εγγράφου στο κτηματολόγιο δεν είναι υποχρεωτική. Τούτο, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν μπορεί κάποιος να αιτηθεί «ειδική εκτέλεση» ενός μη καταχωρημένου πωλητήριου εγγράφου, αλλά ως συμφωνία που είναι παράγει έννομα αποτελέσματα. Ωστόσο, τα πιο πάνω καταδεικνύουν την ανάγκη για έρευνα σε σχέση με την νομική κατάσταση του ακινήτου που ενδιαφέρει τον προτιθέμενο αγοραστή αλλά και για την άμεση καταχώρηση συμφωνιών που αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία, ειδικότερα όταν η δικαιοπραξία της μεταβίβασης θα λάβει χώρα μετά από την πληρωμή σημαντικού χρηματικού ποσού.
*Το άρθρο αυτό είναι ενημερωτικό και σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται νομική συμβουλή.
Παναγιώτης Γ. Κυπριανού
Latest News
Related News
Explore our News & Insights for authoritative commentary on emerging case law, legislative developments, and market trends delivered in clear, actionable analyses.